λεβίθρα
Смотреть что такое "λεβίθρα" в других словарях:
λεβίθα — Νησίδα (υψόμ. 10 μ., 8 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους. Η νησίδα απέχει 19 ναυτικά μίλια από την Κάλυμνο, ενώ ο ομώνυμος οικισμός βρίσκεται στη νότια ακτή του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λέρου του νομού Δωδεκανήσου. * * * και λεβίθρα, η (Μ… … Dictionary of Greek